κλαδεία

κλαδεία
κλᾰδ-εία, ,
A pruning, of the vine, Gp.3.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλαδεία — κλαδείᾱ , κλαδεία pruning fem nom/voc/acc dual κλαδείᾱ , κλαδεία pruning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδείᾳ — κλαδείᾱͅ , κλαδεία pruning fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεία — κλαδεία, ἡ (Μ) [κλαδεύω] η κλάδευση …   Dictionary of Greek

  • κλαδείας — κλαδείᾱς , κλαδεία pruning fem acc pl κλαδείᾱς , κλαδεία pruning fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδείαν — κλαδείᾱν , κλαδεία pruning fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”